Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ντέζω

  1. αγκιστρώνομαι, πιάνομαι, άθελα μου, από κάπου, από ένα σύρμα, ένα αγκάθι, ένα χαμοκλάδι κλπ. “Έντεσα στο βάτο και έσκισα το σακάκι μου”.
  2. εμπλέκομαι σε υπόθεση με απρόβλεπτες συνέπειες. “Έντεσα κι εγώ στην υπόθεση του τάδε, χωρίς να φάω, χωρίς να πιω, και δεν ξέρω πώς θα ξεμπλέξω”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ντέζω (ἐν-δέω) = προσδένομαι, ἐμπλέκομαι, ἀγκιστροῦμαι, προσηλοῦμαι.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Ή ντένω. Λέμε, έντεσα στ΄ αγκάθια και μεταφορικά έμπλεξα.
Με την έννοια του μπλέκω, συναντάμε το ρήμα στον Βηλαρά (Ηπειρώτη λόγιο του 18ου αιώνα), “κι άλλοι σαν του λόγου σου, Σωκράτη, ντένουν (μπλέκουν) σε παρόμοιες συμφορές” (μετάφραση Κρίτωνα). Με το ντένουν αποδίδει το ρήμα του πρωτοτύπου “αλίσκονται”, περιπίπτουν.
Ο Λάζαρης σωστά με παραπέμπει στο αρχαίο ρήμα δέω – ώ, εδώ εμποδίζω ( ο άλλος απρόσωπος τύπος του ρήματος σημαίνει είναι ανάγκη, δει), εν-δέω (για τους γλωσσολόγους: στα σανσκρητικά, dida = δετός).
Εύχρηστος και συνηθέστερος τύπος σε μας στο χωριό, ο τύπος ντέζω, αόριστος έντεσα, με τις δυο έννοιες, καρφώθηκα αλλά και έμπλεξα.
Εύκολα τότε παλιά τα μακρυά και ανοικονόμητα φουστάνια των γυναικών έντεζαν (πρώτη έννοια) στα βάτα και τα άλλα αγκάθια των αγρών. Σχετική είναι η έννοια του επίσης ιδιωματικού τύπου (μόνο στον παθητικό αόριστο).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Ντέζω = μπλέκω, ἀγκιστρώνομαι, ἔντεσα στά βάτα, (ἀγκιστρώθηκε στά βάτα).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.