ντέρτι (το)
ψυχικός πόνος, καημός, βαλάντωμα, μεράκι.
Δημ. τραγ. : “Το ντέρτι πο ΄χω στην καρδιά άλλος να μην το λάβει, / μάειδε ψαράκι στο γιαλό, μάειδε πουλί στο δάσος”. (Δημοτικά Τραγούδια της Λευκάδας, σελ 50)
Μοιρολόι (Λευκάδας): “Τίνος να πω το ντέρτι μου, το ντέρτι της καρδιάς μου …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντέρτ(ι) /τὸ/ (Π. Τ. dὲρτ) = πόνος, πάθος, ταλαιπωρία, συμφορά.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης