ντερλικώνω
τρώγω υπερβολικά, “μέχρι σκασμού”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντερλικώνω (Τ. dιρλὶκ) = γεμίζω τὸν στόμαχον, τρώγω μέχρις ὑπερκορεσμοῦ: «τν ἐντερλίκωσα».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
τρώγω υπερβολικά, “μέχρι σκασμού”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντερλικώνω (Τ. dιρλὶκ) = γεμίζω τὸν στόμαχον, τρώγω μέχρις ὑπερκορεσμοῦ: «τν ἐντερλίκωσα».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης