ντελίνι (το)
υψηλός και δυνατός άντρας. “Είναι ένα ντελίνι …”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντελίνι /τὸ/ (Ἰ. delineare) = εὐμεγέθης, πανύψηλος, ἐπιβλητικός.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
υψηλός και δυνατός άντρας. “Είναι ένα ντελίνι …”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντελίνι /τὸ/ (Ἰ. delineare) = εὐμεγέθης, πανύψηλος, ἐπιβλητικός.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης