ντάβανος (ο)
έντομο που τσιμπάει κυρίως τα χοντρά, λεγόμενα, ζώα, γνωστό ως βροχομάντης
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντάβανος /ὁ/ βλ. λ. τάβανος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
(μτφρ) η αφόρητη ζέστη, ο καύσωνας
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε