ντάσκα (η)
η σάκα, κυρίως η μαθητική.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντάσκα /ἡ/ (Ἰ. tasca) = τσάντα, δερματίνη σάκκα, σάκκα μαθητοῦ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
η σάκα, κυρίως η μαθητική.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντάσκα /ἡ/ (Ἰ. tasca) = τσάντα, δερματίνη σάκκα, σάκκα μαθητοῦ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης