νότια (η)
η υγρασία, ο υγρός καιρός.
φράση: “μας εμάρανε η νοτιά”, “Η νοτιά εσκέβρωσε τα παραθύρια”.
μτφ: νότια λέμε τον ιδιότροπο και παράξενο άνθρωπο.
φράση: “Ω ψ΄χή μ΄, νότια λέμε τον ιδιότροπο και παράξενο άνθρωπο. φράση: “Ω ψ΄χή μ, νότια που ΄ναι …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Νότια /ἡ/ (Νότος, νοτία) = ὑγρασία, δρόσος, ὀχληρότης, εὐερεθισία.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης