νώπη (η)
υγρασία, νότια
ΒΑΛ. Φωτεινός. Α΄: “δυο μήνες έρεψα τελείως εδεδώ εσάπησα στη νώπη”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Νώπη /ἡ/ (νέος-ὢψ) = νωπότης, χλωρότης, ὑγρασία.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!