Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

νώπη (η)

υγρασία, νότια
ΒΑΛ. Φωτεινός. Α΄: “δυο μήνες έρεψα τελείως εδεδώ εσάπησα στη νώπη”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Νώπη /ἡ/ (νέος-ὢψ) = νωπότης, χλωρότης, ὑγρασία.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.