Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

νόνα (η)

  1. η γιαγιά
  2. ο άνθρωπος ο πολύ λεπτολόγος και συντηρητικός, ο δυσμετακίνητος. “Έλα νόνα … μας έπρηξες τα σκώτια” – “παρά είσαι νόνα”.
    νόνος = παππούς.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Νόνα /ἡ/ (Ἰ. nonna) = ἡ μάμμη, ἡ γιαγιά, ἄνθρωπος ὑπεράγαν συντηρητικός.

Νόνος /ὁ/ (Ἰ. nonna) = πάππος, παποῦς, παπούλης.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.