νόνα (η)
- η γιαγιά
- ο άνθρωπος ο πολύ λεπτολόγος και συντηρητικός, ο δυσμετακίνητος. “Έλα νόνα … μας έπρηξες τα σκώτια” – “παρά είσαι νόνα”.
νόνος = παππούς.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Νόνα /ἡ/ (Ἰ. nonna) = ἡ μάμμη, ἡ γιαγιά, ἄνθρωπος ὑπεράγαν συντηρητικός.
Νόνος /ὁ/ (Ἰ. nonna) = πάππος, παποῦς, παπούλης.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης