Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

νιτράδα (η)

η κτηματική περιουσία.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Νιτράδο /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. entrata) = μικρὸς ἀγρός, ἀγροτεμάχιον, λαχίδι.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Ένα Σχόλιο

  1. Σε παλιά μυκονιάτικα έγγραφα, η νιτράδα, θηλυκού γένους, έχει την έννοια των εσόδων.
    ….και εβάλαμε γραμματικούς να συνάζουν την νιτράδα……

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.