ν(ι)κάστρο
Νικάστρο /ἐπίθ. ἄκλ./ (Ἰ. incastro) = /ἐπίθ. ἄκλ./ (Ἰ. incastro) = ἐγγόφωσις, ἐναρμογή, ἐνεισαγωγή, συνάρθρωσις δι’ εἰσχωρήσεως κατὰ μῆκος (ἀρσενικὸ-θηλυκό).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Νικάστρο /ἐπίθ. ἄκλ./ (Ἰ. incastro) = /ἐπίθ. ἄκλ./ (Ἰ. incastro) = ἐγγόφωσις, ἐναρμογή, ἐνεισαγωγή, συνάρθρωσις δι’ εἰσχωρήσεως κατὰ μῆκος (ἀρσενικὸ-θηλυκό).