Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

νικαστράρω

Ν(ι)καστράρω (Ἰ. incastrare) = συναρμόζω παρεισακτικῶς, συνάπτω μὲ εἰσχώρησιν (ἀρσενικὸ-θηλυκὸ) κατὰ μῆκος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


νικαστράρω: συναρμόζω μέ εἰσχώρηση (ἀρσενικό-θηλυκό), (IT. incastrare).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.