νικαστράρω
Ν(ι)καστράρω (Ἰ. incastrare) = συναρμόζω παρεισακτικῶς, συνάπτω μὲ εἰσχώρησιν (ἀρσενικὸ-θηλυκὸ) κατὰ μῆκος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
νικαστράρω: συναρμόζω μέ εἰσχώρηση (ἀρσενικό-θηλυκό), (IT. incastrare).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου