νια
μια.
“νια βολά κι έναν καιρό” – “νια δεκάρα φαΐ” – “δεν αξίζεις νια δεκάρα” – νια πεντάρα δ΄λειά δεν κάνεις”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Νιὰ = μία, μιά, ἅπαξ καί, ἀφοῦ, ἐφόσον: «νιὰ βολά», «νιὰ πατάϊα», «νιὰ κι’ ἦρτες», «νιὰ κιὸ» = καὶ ὅμως, μάλιστα δέ, καὶ μάλιστα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης