νέτος -α -ο
άδειος, τελειωμένος, ηττημένος, εξοφλημένος.
φράσεις: “Είμαι νέτος” – “έμεινα νέτος-σκέτος”, δηλ. έμεινα χωρίς ελπίδα.
επίρρ.: νέτα = τέλειωσαν όλα, οριστικά
στα καράβια: “είμαστε νέτα” = ξεφορτώσαμε (ιτ. netto = καθαρός, σκέτος).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
άδειος, τελειωμένος, ηττημένος, εξοφλημένος.
φράσεις: “Είμαι νέτος” – “έμεινα νέτος-σκέτος”, δηλ. έμεινα χωρίς ελπίδα.
επίρρ.: νέτα = τέλειωσαν όλα, οριστικά
στα καράβια: “είμαστε νέτα” = ξεφορτώσαμε (ιτ. netto = καθαρός, σκέτος).