νέσπολα 11 Φεβ, 2017 Ν 0 Σχόλια 0 Νέσπολα /ἡ/ (Ἰ. nespolo) = τὸ ὀπωρικὸν μέσπιλον, μέσκουλα. βλ. μέσπολα και μεσπολιά