νεροτρουλίδα (η)
- ο φλύαρος άνθρωπος, ο ενοχλητικός πολυλογάς. φράση: “Είσαι μια νεροτρουλίδα, μας εσαμπάτισες. Δε σταματάς τώρα;
- το πουλί νεροτρουλίδα, που ζει στα έλη και τις ακτές, εξ ου και ακτίτης.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Νεροτρ(ου)λίδα /ἡ/ (ναρός, Ἰ. trillare) = τὸ ἐλόβιον πτηνὸν ἀκτίτης, φαλαρόπους, οἰδίκνημος, ἄνθρωπος φλύαρος. «τσῶπα τώρα νεροτρουλίδα καὶ μᾶς ἐσαμπάτισες».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης