νεροκράτης (ο)
- το πλατύ αυλάκι, η δεξαμενή νερού του νερόμυλου, κοινώς λόμπος.
- φυτό ιαματικό. Συνταγή από γιατροσόφι: “Εις αμπόδεμα. Να εύρεις το χορτάρι, όπου το λένε νεροκράτη, όπου είναι εις τες νεροσυρμές, να τηράξεις εις τις κορφές του και έχει σκουλήκια. Και μάσε τα και πότισε τον άντρα τρία από αυτά και δύο τη γυναίκα και σμίγουνε, ήγουν εξαμποδένονται”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Νεροκράτης /ὁ/ (ναρὸς-κρατῶ) = δεξαμενὴ εἰσδοχῆς ὕδατος παρὰ τὴν κρήνην ἢ τὸ ρυάκιον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
νεροκράτης: τεχνική δεξαμενή πού συγκρατεῖ τό νερό.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Νεροκράτης = τεχνική δεξαμενή πού συγκρατεῖ τό νερό.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής