νερομπάμπαλη (η)
φαγητό πολύ πρόχειρο και φτωχό των πεινασμένων χωρικών: κομμάτια ψωμί σε ζεστό νερό με λίγο λάδι από πάνω, λίγη ρίγανη και αλάτι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Νερομπάμπαλη /ἡ/ (ναρὸς-παιπάλη) = πρόχειρον φαγητὸν ἐκ τεμαχίων ἄρτου εἰς θερμὸν ὕδωρ μετ’ ἐλαίου κ.λπ. Καρυκευμάτων.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης