νεκροστολίστρα (η)
η γυναίκα που στολίζει το νεκρό.
Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ.: “… πρώτα να νίβεις με κρασί / τον πεθαμένο, κι έπειτα / να σιάζεις το προσκέφαλο / με λεμονόφυλλα χλωρά / με δάφνη και με δυόσμο” (τ. Ι, 1175-79).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
η γυναίκα που στολίζει το νεκρό.
Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ.: “… πρώτα να νίβεις με κρασί / τον πεθαμένο, κι έπειτα / να σιάζεις το προσκέφαλο / με λεμονόφυλλα χλωρά / με δάφνη και με δυόσμο” (τ. Ι, 1175-79).