μυξίτης (ο)
ψευδάνθρακας, πρίσμα, κοινώς καλόγερος. Θεραπεύονταν με διάφορα σκευάσματα.
Έβαναν επάνω στο πονίδι κατάπλασμα (μπλάθρι) που γινόταν από κοπανιστό λινόσπορο, βρασμένο με γάλα: Έτερον: τοποθετούσαν ψητό κρεμμύδι. Έκαιγαν στη φωτιά ένα μεγάλο κρεμμύδι, έβγαναν την καρδιά του, την άνοιγαν, την πασπάλιζαν με τριμμένο σαπούνι μπουγάδας κι έβαναν το παρασκεύασμα επάνω στον καλόγερο, για να σπάσει.
Έτερον: σε γιατροσόφι του 19ου αι. του Λευκαδίτη λαϊκογιατρού Ν. Παπαδάτου διαβάζομε: “δια να ανοίξεις πρίσμα. Να βράσεις λινόσπορον με γάλα αγελάδας και βάλε εις το πρίσμα ζεστά, ή λινόλαδον στούμπισον με ζεστόν μέλι και βάλε και ιατρεύεσαι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μ(υ)ξίτ(η)ς /ὁ/ (μύξα) = δοθιήν, ψευδάνθραξ, σταφυλοκοκκίασις, καλόγερος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μυξίτης = δερματικό ἐξόγκωμα πού τρέχει ὑγρό πῦον.
Μυξύτης ἐξάνθημα ἀποφέρον πῦον.