μυρμηγκιάζω
- μουδιάζω
- γεμίζει ο τόπος από μυρμήγκια. μτφ: πλήθος ανθρώπων μεγάλο, όπως τα μυρμήγκια.
Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, Β΄: “Μυρμήγκιαζε η Αρβανιτιά. Τ΄ άλογο του βριόνη / τους διχωρίζει εδώ κι εκεί και τους δαγκάει την πλάτη
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!