Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μυρμηγκιάζω

  1. μουδιάζω
  2. γεμίζει ο τόπος από μυρμήγκια. μτφ: πλήθος ανθρώπων μεγάλο, όπως τα μυρμήγκια.
    Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, Β΄: “Μυρμήγκιαζε η Αρβανιτιά. Τ΄ άλογο του βριόνη / τους διχωρίζει εδώ κι εκεί και τους δαγκάει την πλάτη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.