μ(υ)λάω
πιπιλίζω κάτι στο στόμα μου.
Όταν δαγκώσει φίδι κάποιον, τότε του μυλάμε το δαγκωμένο σημείο να βγάλομε το δηλητήριο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μυλλάω (μύλλω) = πιπιλάω, λείχω ἐντὸς τοῦ στόματος. (Λ. molere) = μυζῶ, βυζαίνω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Πιπιλίζω κάτι στο στόμα μου (Κοντομίχης). Ο Λάζαρης με δυο λλ. (Το molere δεν υπάρχει στα λεξικά, το μύλλω, ναι). Ετυμολογείται από το αρχαίο ρήμα μύλλω, που εδώ απλά σημαίνει κατά το Σουϊδα “συνάγω τα χείλη προς άλληλα”, δηλ. φέρων τα χείλη πέρα-δώθε. Από δω και το δικό μας μυλλάω, μλάω (απ΄ αυτό το ρήμα μύλλω και η μύλη, ο μύλος). Στα λεξικά καταγράφεται και αρχαίος τύπος μυλλάω (Βλ. Liddel Scott, 3, 196) που τον συνεχίζουμε κι εμείς. “Τι μλας, μωρέ;”
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης