Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μούτσα ή (επικρατέστερα) μότσα (η)

η σκουριά, το κατακάθι, η λίγδα που πιάνουν διάφορα άπλυτα αντικείμενα –
μοτσασμένος. φράση: “το πεζοδρόμιο είναι μοτσασμένο” – “τα πιρούνια είναι μοτσιασμένα”.
Μοτσάζω = έχω μότσα, ρυπαρότητα, λίγδα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μοῦτσα /ἡ/ (Ἰ. mucido, Σ. μότσα) = τὸ ἴζημα, τὸ κατακάθι τοῦ κρασοβάρελλου.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.