μουσταλευριά (η)
τοπικό γλύκισμα που παρασκευάζεται με βάση το πετιμέζι. Πρόκειται για παχύρρευστο χυλό – όπως ο χαλβάς της βασιλόπιτας – καμωμένον από πετιμέζι και ψιλοκοσκινισμένο καθάριο αλεύρι. Παρασκευαζόταν ως εξής: “βράζανε το πετιμέζι, το αφήνανε να κρυαδίσει, το σούρωναν, το ξανάβραζαν στη φωτιά κι έριχναν μέσα λίγο-λίγο το αλεύρι, ανακατεύοντας το μείγμα πολλήν ώρα. Κι όταν αποκτούσε τη ρευστότητα που ήθελαν, κατέβαζαν το χυλό από τη φωτιά και το κένωναν στα πιάτα. όσοι είχαν, έριχναν και λίγη κανέλα από πάνω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μ(ου)σταλευριὰ /ἡ/ (Ἰ. mosto, ἄλευρον) = πλακούντιον ἐκ γλεύκους βεβρασμένου μὲ ἄλευρον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης