Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μουσούδα (η)

το μούτρο, το πρόσωπο. Για τους ανθρώπους η λέξη παίρνει άλλη σημασία. Αναφέρεται στους καλοφαγάδες, στους άσωτους, τους δήθεν έξυπνους.
φράσεις: “Έχει μεγάλη μουσούδα” = τρώγει πολλά και ακριβά φαγητά – “τον φτώχηνε η μουσούδα του” – “όλο μουσούδα και λούσο είναι”.
Ένα λαϊκό δίστιχο: “Η κακή μου η μουσούδα / μ΄ έριξε μέσα στη σούδα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μ(ου)σοῦδα -ι /ἡ, τὸ/ (Ἰ. muso -ino) = πρόσωπον, μοῦτρο, μούρη, ρύγχος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Μουσοῦδα τὸ ῥύγχος τῶν ζῴων.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.