μουσούδα (η)
το μούτρο, το πρόσωπο. Για τους ανθρώπους η λέξη παίρνει άλλη σημασία. Αναφέρεται στους καλοφαγάδες, στους άσωτους, τους δήθεν έξυπνους.
φράσεις: “Έχει μεγάλη μουσούδα” = τρώγει πολλά και ακριβά φαγητά – “τον φτώχηνε η μουσούδα του” – “όλο μουσούδα και λούσο είναι”.
Ένα λαϊκό δίστιχο: “Η κακή μου η μουσούδα / μ΄ έριξε μέσα στη σούδα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μ(ου)σοῦδα -ι /ἡ, τὸ/ (Ἰ. muso -ino) = πρόσωπον, μοῦτρο, μούρη, ρύγχος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μουσοῦδα τὸ ῥύγχος τῶν ζῴων.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός