μούρκος (ο)
ο σκοτεινόχρωμος, ο μαυριδερός, ο μελαψός.”
Δημ. τραγ. “Τ΄ ακούς, μαυριδερούλα μου, τι λένε για τα μένα; / Λένε να με σκοτώσουνε γιατί αγαπώ εσένα” (Δημοτικά Τραγούδια της Λευκάδας, σελ 36).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μοῦρκος /ὁ/ (ἀμόργη;) = ὀρφνός, σκοτεινόχρους, μαῦρος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης