Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μούργος (ο)

  1. ο κακούργος, ο χυδαίος, “σαν μούργος είναι”.
  2. μούργους λένε και τα άγρια συνήθως τσοπανόσκυλα

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μοῦργος /ὁ/ (μάργος) = μωρός, ἀνόητος, θρασύς, ἀκόλαστος, ὀκνηρός.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.