μουργιάζω
- λέγεται κυρίως για τα χόρτα τα βραστά. Σημαίνει δε βράζω καλά. Και πότε δε βράζουν καλά τα λάχανα; α) όταν έχει λίγο νερό η κατσαρόλα και β) όταν τα ρίχνουν μέσα προτού να πάρει βράση το νερό, ή όταν τα βγάνουν απ΄ την φωτιά προτού καλοβράσουν. Τα μουργιασμένα λάχανα τα λένε γρούδια.
Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Β΄:”Κατέβασε τα λάχανα, Θοδούλα, μη μοριάσουν”. - χώνω στο έδαφος αμπελόβεργες, που προορίζονται για “αμπελοφύτι“, για να μην ξεραθούν, ως τον Απρίλη (τις κόβουν Νοέμβρη με Δεκέμβρη), αλλά και για να κινήσουν οι χυμοί τους, να “μουριάσουν”.
- μουδιάζω: “εμούδιασαν τα δόντια μου απ΄ το ξινό”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μουργιάζω (μαργάω) = κακοβράζω εἰς χαμηλὴν θερμοκρασίαν ὥστε νὰ γίνομαι δυσμάσσητος καὶ σκληρὸς (ἐπὶ χόρτων), προφυτεύω ἐγκαρσίως βέργες κλημάτων εἰς τὸ χῶμα ἵνα φυτευθῶσιν ὁριστικῶς τὸ ἑπόμενον ἔτος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Κακοβρασμένα χόρτα. “Ηπειρώτικος Γλωσσάριον”: μοριάζουν , τα δι΄ ανεπαρκούς ύδατος βρασθέντα χόρτα (63). Το μαργάω του Λάζαρη άσχετο. Ούτε και η μούργα. Και το μοριάζω δεν υπάρχει στα λεξικά. Κι όμως είναι το μουλιάζω (μουσκεύω) με τροπή του -λ- σε -ρ-.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Μουργιάζω = μουδιάζω, τό αἴσθημα πού προκαλεῖται στά δόντια μετά τό φάγωμα ξυνῶν φρούτων.