Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μουντός -ή -ό

ο σκούρος, ο θολός, το ρούχο που έχασε τη γυαλάδα του – λέγεται για όλα τα αντικείμενα που δε λάμπουν, αλλά και για τον καιρό, για το κρασί, το λάδι, το νερό κλπ.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μουντὸς -ὴ -ὸ (μυνδός, Σ. μουτὰν) = θολερός, ἀδιαφανής, σκιερός, ἀκάθαρτος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.