μουντός -ή -ό
ο σκούρος, ο θολός, το ρούχο που έχασε τη γυαλάδα του – λέγεται για όλα τα αντικείμενα που δε λάμπουν, αλλά και για τον καιρό, για το κρασί, το λάδι, το νερό κλπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μουντὸς -ὴ -ὸ (μυνδός, Σ. μουτὰν) = θολερός, ἀδιαφανής, σκιερός, ἀκάθαρτος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης