μ(ου)νούχι (το)
ο ευνουχισμένος τράγος ή κριάρι. φράση: “Πάρε, κουμπάρε, να νιώσεις τι τρως, είναι μουνούχι, μοσκοβολάει“, λένε οι χασάπηδες διαφημίζοντας τα σφαγμένα τραγιά.
Το ρήμα μουνουχίζω.
Ο ευνουχισμένος κόκορας λέγεται καπόνι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μουνοῦχι /τὸ/ = εὐνουχίας, εὐνουχισμένος, ἀποτετμημένος τοὺς ὄρχεις.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Από περιγελαστικό τραγούδι Μεγανησίου
Δύο ποντικοί βαρβάτοι
Δύο ποντικοί βαρβάτοι μου γκρεμίσαν το κρεβάτι
κι άλλοι δυο μονουχισμένοι μου το στρώσαν οι καημένοι
Μπολίτσα στο χρόνο