μουμούδι (το)
πολύ μικρά έντομα, που εμπίπτουν κατά σμήνη στα σπίτια και στις αυλές σε ορισμένη εποχή. Είδος σκνίπας που αρέσκεται πολύ στο κούφωμα των οσπρίων, ιδίως στη φακή.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μουμοῦδι /τὸ/ (μυΐδιον) = σμῆνος μικροσκοπικῶν ἐντόμων, μαμοῦδι, μαμοῦνι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης