Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μούλος (ο)

ο νόθος, ο μπάσταρδος. Στη Χώρα λένε (από παλιά) τη φράση: “σκύλοι, μούλοι και παπάδες”. Τα τρία αυτά είδη ήταν σε υπερεπάρκεια.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μοῦλος -α /ὁ, ἡ) (Ἰ. mulo) = ἐξώγαμος, νοθογενής, μπάσταρδος.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Το μουλάρι, μεσαιωνικό μουλάριον, υποκοριστικό του μούλος. Λατινικό mulus. Ανδριώτης, “κι έχει διπλήν την φύσιν ώσπερ τα μουλάρια” (Σπανός D 99). Και ο Κριαράς, μούλος, λαϊκό υβριστικό, το νόθο παιδί. Ετυμολογείται από το λατινικό mulus, ο ημίονος κλπ. Μπασταρδος (Κοντομίχης), εξώγαμο (Λάζαρης). Στο στρατό παλιά ο τίτλος, η ημιονηγός, μάλλον ειδικότητα.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.