μούλος (ο)
ο νόθος, ο μπάσταρδος. Στη Χώρα λένε (από παλιά) τη φράση: “σκύλοι, μούλοι και παπάδες”. Τα τρία αυτά είδη ήταν σε υπερεπάρκεια.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μοῦλος -α /ὁ, ἡ) (Ἰ. mulo) = ἐξώγαμος, νοθογενής, μπάσταρδος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Το μουλάρι, μεσαιωνικό μουλάριον, υποκοριστικό του μούλος. Λατινικό mulus. Ανδριώτης, “κι έχει διπλήν την φύσιν ώσπερ τα μουλάρια” (Σπανός D 99). Και ο Κριαράς, μούλος, λαϊκό υβριστικό, το νόθο παιδί. Ετυμολογείται από το λατινικό mulus, ο ημίονος κλπ. Μπασταρδος (Κοντομίχης), εξώγαμο (Λάζαρης). Στο στρατό παλιά ο τίτλος, η ημιονηγός, μάλλον ειδικότητα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης