μουλαρία (η)
τα πολύ ζωηρά παιδιά, που κάνουν παρέες-παρέες και ενοχλούν. Γενικά τα αλητόπαιδα. φράση: “δε μας αφήνει κι η μουλαρία να ησυχάσομε” – “Έπιασε τη γαλαρία του κινηματογράφου όλη η μουλαρία της Χώρας και δε μας άφηνε να χαρούμε το έργο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μουλαρία /ἡ/ (Ἰ. mulo -ato) = πληθὺς ἀλητοπαίδων, ἀλητεία.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης