Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μούκ(ου)λο

Μούκουλο /τὸ/ (Ἰ. mucca, Λ. bucula) = ἡ ὑπὸ τὴν σιαγόνα προβολὴ πάχους, τὸ προγοῦλι, ἡ ὑπὸ τὸν τράχηλον τῶν βοοειδῶν προβολὴ τοῦ δέρματος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Μούκουλο μοῦκλο = τό δέρμα πού κρέμεται κάτω ἀπ᾿ τήν σιαγώνα τῶν μυρηκαστικῶν.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.