μούκ(ου)λο
Μούκουλο /τὸ/ (Ἰ. mucca, Λ. bucula) = ἡ ὑπὸ τὴν σιαγόνα προβολὴ πάχους, τὸ προγοῦλι, ἡ ὑπὸ τὸν τράχηλον τῶν βοοειδῶν προβολὴ τοῦ δέρματος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Μούκουλο μοῦκλο = τό δέρμα πού κρέμεται κάτω ἀπ᾿ τήν σιαγώνα τῶν μυρηκαστικῶν.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής