μόστρα (η)
φιγούρα, δείγμα, βιτρίνα. φράση: “Για μόστρα το κρέμασες αυτό το παλιοβράκι;”
Μόστρα σημαίνει και τη φάτσα, το πρόσωπο. “Του χάλασε τη μόστρα” – του μαύρισε το πρόσωπο.
Μόστρα λέμε και το δείγμα κρασιού που παίρνει (έπαιρνε μάλλον) ο οινομεσίτης για τις ταβέρνες της Χώρας. “Κουμπάρε, δεν παίρνεις μια μόστρα, έχω ωραίο κεροπάτη“.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μόστρα /ἡ/ (Ἰ. mostra) = δεῖγμα, ἐπίδειξις, ὄψις, προθήκη καταστήματος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης