μόσκιο (το)
βάνω στο μόσκιο = διαπαίζω με το νερό, “έβαλες τα σκουτιά στο μόσκιο;”, δηλ. έβαλες τα ρούχα στο νερό;Έτσι έκαναν πριν το κανονικό πλύμα, ιδίως για τα χοντρά ρούχα, σκεπάσματα, στρώσεις κλπ. που τα πήγαιναν γι΄ αυτό στο λαγκάδι. Επίσης στο “μόσκιο”, βάνουν και τα όσπρια για να μαλακώσουν. Έβαλα τα ρεβίθια στο μόσκιο από νωρίς”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μόσκιο /τὸ/ (μοσχεύω) = διαβροχὴ, ἐμβάπτισις ἐν ὕδατι, διάβροχος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης