Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μόσκιο (το)

βάνω στο μόσκιο = διαπαίζω με το νερό, “έβαλες τα σκουτιά στο μόσκιο;”, δηλ. έβαλες τα ρούχα στο νερό;Έτσι έκαναν πριν το κανονικό πλύμα, ιδίως για τα χοντρά ρούχα, σκεπάσματα, στρώσεις κλπ. που τα πήγαιναν γι΄ αυτό στο λαγκάδι. Επίσης στο “μόσκιο”, βάνουν και τα όσπρια για να μαλακώσουν. Έβαλα τα ρεβίθια στο μόσκιο από νωρίς”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μόσκιο /τὸ/ (μοσχεύω) = διαβροχὴ, ἐμβάπτισις ἐν ὕδατι, διάβροχος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.