μοσκετάρω
σκοτώνω κάποιον με μοσκέτα, πυροβολώ, τουφεκίζω
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μοσκετάρω (Ἰ. moschettare) = φονεύω δι’α τυφεκισμοῦ, τουφεκίζω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!