μοσκαλίδι (το)
κλαδί δέντρου ή θάμνου που το αποσπάμε, ξεσκαλίζοντας το, ως παραφυάδα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μοσκαλίδι /τὸ/ (μασχάλη) = κλάδος ἀπεσπασμένος δι’ ἀπομασχαλισμοῦ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης