μοροζώντανος -η -ο
μισοπεθαμένος, χτυπημένος βαριά, που μόλις ανασαίνει
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μοροζώντανος -η -ο (μόρος-ζῶ) = μισοπεθαμένος, ζώνεκρος, νεκροζώντανος, μισοζώντανος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μοροζώντανος = μισοζώντανος, μισοπεθαμένος, ἦταν ἀκόμη μοροζώντανος (μισοζώντανος).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
κώστας -
θα με τρελάνει αυτή η γυναίκα μου όλα κάτι τέτοιους ιδιωματισμούς μου πετάει και άντε γεια!!!!