Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μόρα (η)

εφιαλτική κατάσταση στον ύπνο. Μερικοί φωνάζουν, κιόλας, και νομίζουν ότι κάποιος τους πιέζει, τους κρατεί ακίνητους. φράση: “άσεμε, μ΄ έπιασε η μόρα και έσκουζα στον ύπνο μου”. Κατάρα: “Μόρα και κάτσα (ή κακατσίδα) να σε πιάσει”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μόρα /ἡ/ (Σ. μόρα) = ἐφιάλτης, ὐπνοφαντασιά, ὀνείρωξις.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Και μώρα.
Ο γνωστός εφιάλτης κατά τον ύπνο. “Μ΄ έπιασε (ή τον/την έπιασε η μόρα”. Και κατά τα λεξικά, “εφιαλτική κατάσταση στον ύπνο”.
Κάποιοι λεξικογράφοι μεταξύ των οποίων και ο δικός μας Λάζαρης, λένε πως η λέξη είναι σλάβικη. Αλλά γιατί να τη ζητήσουμε στα σλάβικα αφού έχουμε το αρχαιοελληνικό μείρομαι (παίρνω μερίδιο) με τα τόσα παράγωγα, ανάμεσα στα οποία μπορούμε να αναζητήσουμε και τη μόρα με τη σημασία (γιατί έχει κι άλλη) του εφιάλτη. Τ
ο έγκυρο λεξικό του Δημητράκου, για παράδειγμα, αναφέρεται στο μείρομαι, απ΄ όπου και η μόρα, με τη δεύτερη σημασία της “δυσφορίας” κατά τον ύπνο, τον εφιάλτη.
Απ΄το ίδιο ρήμα παράγεται και η άλλη καρσάνικη θα την έλεγα (γιατί δεν τη βλέπω αλλού) λέξη μερέτι (μερίδιο).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.