Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μοντάρω

συναρμολογώ, διορθώνω, συνδέω διάφορα τμήματα και δημιουργώ εν όλον.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μοντάρω (Ἰ. montare) = ἀναβαίνω, ὑπερβαίνω, κατισχύω, προσαρμόζω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


μοντάρω: συναρμολογῶ, (ΙΤ. montare).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.