μοντάρω
συναρμολογώ, διορθώνω, συνδέω διάφορα τμήματα και δημιουργώ εν όλον.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μοντάρω (Ἰ. montare) = ἀναβαίνω, ὑπερβαίνω, κατισχύω, προσαρμόζω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
μοντάρω: συναρμολογῶ, (ΙΤ. montare).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου