Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μονοτσέμπερος -η, -ο

ο μόνος (μόνος κι απόμονος), χωρίς χέρι βοήθειας.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μονοτσέμπερος -η -ο (μόνος, Ἰ. ceppo, cepaja) = ἀπόμονος, χωρὶς δεύτερον στήριγμα, μονόριζος, ἀνάπηρος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.