Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μονοτάρου (επίρρ.)

μαζί, όλα μαζί, την ίδια στιγμή. φράση: “Έφαγε τέσσερα γλυκά μονοτάρου” – ” Έπιε το καθάρσιο του μονοτάρου, όλο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μονοτάρου /ἐπίρ./ (μόνος-τείρω, τορῶς) = ὁμαδόν, διὰ μιᾶς, ταυτοχρόνως, ὅλα μαζύ.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.