Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μονάτος -η -ο

ολόιδιος με κάποιον, στην εξωτερική εμφάνιση αλλά και στα φερσίματα, στη συμπεριφορά, στον ψυχικό κόσμο. φράση: “μονάτος ο πατέρας μου”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μονᾶτος -η -ο (μονὰς) = μοναδικός, ἀκραιφνής, ἀμιγής, πανόμοιος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Μονάτος = ὁλόϊδιος, τό παιδί εἶναι ὁλομόνατο τοῦ πατέρα του (τό ἴδιο ὁ πατέρας του).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

βλ. και ὁλομόνατος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.