μονάτος -η -ο
ολόιδιος με κάποιον, στην εξωτερική εμφάνιση αλλά και στα φερσίματα, στη συμπεριφορά, στον ψυχικό κόσμο. φράση: “μονάτος ο πατέρας μου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μονᾶτος -η -ο (μονὰς) = μοναδικός, ἀκραιφνής, ἀμιγής, πανόμοιος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μονάτος = ὁλόϊδιος, τό παιδί εἶναι ὁλομόνατο τοῦ πατέρα του (τό ἴδιο ὁ πατέρας του).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
βλ. και ὁλομόνατος