Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μολύφτω και μολύφω

  1. τρώγω κάτι, ιδίως μια νοστιμιά, λιχουδιά, ένα γλυκό, φρούτο κλπ. φράση: “Μήτε που το μολύψαμε καθόλου” – “Εφέτος μήτε που μολύψαμε ψάρι για την ώρα”.
  2. τρώγω φαγητό που απαγορεύεται την Σαρακοστή. το ρήμα απαντά και αμολύφτω = μολύνω τη Τεσσαρακοστή δι΄ απαγορευμένης τροφής. (Ιωάν. Σταματέλος, λόγιος, Σύλλαβος Λευκαδίτικης Διαλέκτου)

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μολύφ(τ)ω (ὠμὸς-λῆψις, μολύνω;) = δοκιμάζω, γεύομαι, τρώγω πασχαλινὸν εἰς νηστήσιμον ἡμέραν.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


“Δεν το μόλυψα”, δεν μολύνθηκα -κατά την πίστη της εκκλησίας- τρώγοντας πασκάτικο σε μέρες νηστείας.
Το ρήμα είναι μολύνω. Με αυτό το σχετίζει και ο Λάζαρης αλλά με ερωτηματικό. επειδή συνδέεται με το “μαγάρισμα” των ημερών της νηστείας. Ο Κοντομίχης το λέει (λευκαδίτικα) αμολύφτω, χωρίς να παραλείπει και το τύπο μολύφω.  Πασκάτικο λέμε το μη νηστίσιμο.
Στο χωριό, εύχρηστο και το ουσιαστικό μολ(υ)φή”, κάτι “πασκάτικο”. Από δω και ο συσχετισμός με την κατάλυση της νηστείας.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Μολύφτω = 1. δοκιμάζω, δέν μόλυψα (δέν δοκίμασα),
2. δέν χάλασα τήν σαρακοστή.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.