μολόημα ή μόλογο (το)
μολόγημα, κάτι που κοινολογήθηκε πλατιά, που γίνεται “ήκουσμα”. “έγινε μολόημα” – “Κειο αυτλο θα γίνει μόλογο” – “Ήταν καλός και μυαλωμένος νοικοκύρης. Το ΄χαν μόλογο οι χωριανοί”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
μολόγημα, κάτι που κοινολογήθηκε πλατιά, που γίνεται “ήκουσμα”. “έγινε μολόημα” – “Κειο αυτλο θα γίνει μόλογο” – “Ήταν καλός και μυαλωμένος νοικοκύρης. Το ΄χαν μόλογο οι χωριανοί”.