Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μόλλα

Μόλλα /ἡ/ (Ἰ. molla -are) = τὸ ἐσωτερικὸν ἑλατήριον τῆς σκανδάλης, ἡ σκανδάλη τοῦ ὅπλου.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Μόλλα = ἐσωτερικό ἐλασματικό ἑλατήριο περιστρόφου.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.