Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μόλαδο (το)

το αγουρέλαιο, ωμόλαδο, λάδι που το συλλέγουν στα λιτρουβειά κατά το στύψιμο, πριν ανοίξουν τα τσόλια καυτό νερό.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μόλαδο /τὸ/ (ὠμὸς-ἔλαιον) = ὠμόλαδον, τὸ ἁγνὸν ἔλαιον πρώτης ἐκθλίψεως νωπῶν ἐλαιῶν χωρὶς τὴν χρῆσιν ζέοντος ὕδατος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.