Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μόδος (ο)

ο τρόπος (modo). Σε γιατροσοφικό κώδικα από το χωριό Πόρος διαβάζομε: “Εάν θέλεις να χάσεις τες ζοχάδες, κάπνισε τες με τειάφι, με μόδον επιτήδειον, δια να ανοίγει το άντερο” (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 143). φράση: “όσοι έχουν τον μόδο γλέντάνε” – “δεν έχω το μόδο”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.