μόδος (ο)
ο τρόπος (modo). Σε γιατροσοφικό κώδικα από το χωριό Πόρος διαβάζομε: “Εάν θέλεις να χάσεις τες ζοχάδες, κάπνισε τες με τειάφι, με μόδον επιτήδειον, δια να ανοίγει το άντερο” (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 143). φράση: “όσοι έχουν τον μόδο γλέντάνε” – “δεν έχω το μόδο”.