Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μόχαλο

Μόχαλο /τὸ/ (ὁμο-χάλιξ; μοχλός, ὁμόϋλος; Ἰ. mozzo;) = λίθος μικρὸς κατάλληλος πρὸς ἐκσφενδόνισιν διὰ τῆς μιᾶς χειρός.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.